προέλκω

προέλκω
προ-έλκω, vorziehen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προέλκω — ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. μεθορμίζω ή προσορμίζω πλοίο τραβώντας σχοινιά δεμένα στην ξηρά ή σε άλλα αγκυροβολημένα πλοία μσν. αρχ. τραβώ, σύρω προς τα εμπρός ή προς τα έξω αρχ. παρασύρω, παρακινώ με τεχνάσματα …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • προελκομένως — Α επίρρ. διεξοδικά, εν εκτάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προελκόμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. τού προέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • προελκυσμένως — Α επίρρ. προελκομένως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προελκυσμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού προέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • προελκόντως — ΜΑ επίρρ. πλεοναστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέλκων, οντος, μτχ. τού προέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • προηλκυσμένως — Α επίρρ. εκτενέστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προηλκυσμένος, μτχ. παθ, παρακμ. τού προέλκω] …   Dictionary of Greek

  • προολκή — η, Ν [προέλκω] 1. έλξη προς τα εμπρός 2. εργασία τής μεθόρμισης σκάφους με παλαμάρια 3. η επαναφορά τού σωλήνα ναυτικού πυροβόλου στην πρόσθια θέση μετά την ανάκρουση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”